- ακροαστικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην ακρόαση: Οι ακροαστικές δυνατότητες του ανθρώπου δεν είναι απεριόριστες.2. (ιατρ.), αυτός που γίνεται αντιληπτός με την εξεταστική μέθοδο της ακρόασης: Η ακροαστική εξέταση του αρρώστου έδωσε αρκετά στοιχεία.3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., τα ακροαστικά συμπτώματα που διαπιστώνονται από την ακρόαση του αρρώστου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.